Η οδηγία (ΕΕ) 2019/1937 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2019, σχετικά με την προστασία των προσώπων που αναφέρουν παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης, εκδόθηκε στις 23 Οκτωβρίου 2019, τέθηκε σε ισχύ στις 16 Δεκεμβρίου 2019 και ενσωματώθηκε στο εθνικό μας δίκαιο δυνάμει του Νόμου 4990/2022 (ΦΕΚ Α’/210-11.11.2022). Μεταξύ των βασικότερων στόχων της οδηγίας η δημιουργία ενός κοινού ευρωπαϊκού συστήματος διαχείρισης των αναφορών παραβιάσεων του δικαίου και η προστασία των ατόμων που υποβάλλουν αναφορές.
Η νομοθεσία αφορά παραβιάσεις του δικαίου που συναρτώνται άμεσα με το δημόσιο συμφέρον, αλλά και με την εταιρική υπευθυνότητα, ακεραιότητα και δεοντολογία, και ειδικότερα παράνομες πράξεις όπως η κλοπή, η δωροδοκία, η πλαστογραφία, η απάτη, η διαφθορά, η σύγκρουση συμφερόντων, το ξέπλυμα χρήματος και η χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, η υπεξαίρεση εταιρικών περιουσιακών στοιχείων και η παράβαση της νομοθεσίας για την προστασία του περιβάλλοντος. Η αναφορά των ανωτέρω παράνομων πράξεων, που πλέον χαρακτηρίζεται «whistleblowing» δεν είναι άγνωστη στο δίκαιο. Τουναντίον, άτομα που αναφέρουν (εντός του εργασιακού τους περιβάλλοντος ή σε εξωτερική αρχή) ή αποκαλύπτουν (στο κοινό) πληροφορίες τις οποίες απέκτησαν σε εργασιακό πλαίσιο και που αφορούν αξιόποινη πράξη, χαρακτηρίζονται πανευρωπαϊκά ως «μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος», καθότι συμβάλλουν στην πρόληψη και στον εντοπισμό απειλής ή ζημίας για το δημόσιο συμφέρον που, υπό άλλες συνθήκες, θα παρέμεναν στο σκοτάδι. Η καινοτομία της νεοεισαχθείσας νομοθεσίας συνίσταται στην εισαγωγή ενός πλήρους και κοινού πλαισίου προστασίας των μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος, σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο.
Γιατί ωστόσο απαιτείται να προστατευθούν με νόμο οι μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος; Ο πρώτος λόγος προκύπτει άμεσα από τη σημασία του έργου τους: οι πληροφορίες που συχνά είναι γνωστές μόνο σε εργαζόμενους, έχουν οδηγήσει στο παρελθόν στην πρόληψη και αντιμετώπιση σοβαρών εγκληματικών πράξεων που διακινδύνευσαν το δημόσιο συμφέρον. Αναμφίβολα, η συνεισφορά των προσώπων αυτών, είναι ανεκτίμητη και προστατευτέα. Περαιτέρω, παρατηρείται στην πράξη, πρόσωπα που διαθέτουν σημαντικές πληροφορίες να μην τις αποκαλύπτουν, από φόβο ότι θα υποστούν αντίποινα. Ως πράξη αντιποίνων λογίζεται κάθε άμεση ή έμμεση πράξη ή παράλειψη, η οποία συμβαίνει εντός του εργασιακού πλαισίου και προκαλεί ή μπορεί να προκαλέσει αδικαιολόγητη ζημία στον αναφέροντα ή να τον θέσει σε μειονεκτική θέση και συνδέεται με την αναφορά. Μορφές αντιποίνων αποτελούν ενδεικτικά: η παύση, η απόλυση ή άλλα ισοδύναμα μέτρα, ο υποβιβασμός ή η στέρηση προαγωγής, η αφαίρεση καθηκόντων και η αλλαγή των όρων εργασίας, η επιβολή πειθαρχικών μέτρων, η πρόκληση οικονομικής βλάβης και η προσβολή της προσωπικότητας και της φήμης, η στέρηση ευκαιριών απασχόλησης σε άλλους φορείς, η πρόωρη ακύρωση ή η μη ανανέωση σύμβασης, η ανάκληση ή ακύρωση διπλωμάτων ή άδειας, η παραπομπή για ψυχιατρική ή ιατρική παρακολούθηση, η άρνηση ή η στέρηση παροχής ευλόγων προσαρμογών σε άτομα με αναπηρία.
Ενόψει των ανωτέρω, θεσμοθετείται η διασφάλιση των συμφερόντων των αναφερόντων («whistleblowers») από την υποβολή της αναφοράς έως και την διευθέτησή της. Κατ’ αρχήν, προβλέπονται τρείς διαφορετικοί τρόποι υποβολής αναφοράς: στον Εργοδότη («Εσωτερική Αναφορά»), ενώπιον της αρμόδιας Εθνικής Αρχής Διαφάνειας (Ε.Α.Δ.) («Εξωτερική Αναφορά»), καθώς και, υπό προϋποθέσεις, απ’ ευθείας στο κοινό («Δημόσια Αποκάλυψη»). Για τον σκοπό αυτό, η κάθε Εταιρεία διαμορφώνει τη δική της πολιτική παραλαβής και διαχείρισης αναφορών και διαύλους επικοινωνίας με τους αναφέροντες.
Ως επιστέγασμα των ανωτέρω, εισάγονται εκτεταμένες υποχρεώσεις εταιρικής διακυβέρνησης στις Εταιρείες, οι οποίες οφείλουν να δημιουργήσουν ένα προστατευτικό και ασφαλές περιβάλλον για τους αναφέροντες, διαμορφώνοντας τις απαραίτητες πολιτικές και τους αναγκαίους διαύλους επικοινωνίας. Υποχρεώσεις θεσμοθετούνται και για τους φορείς του δημοσίου τομέα, καθώς η αναφορά μπορεί να υποβάλλεται και από δημόσιους υπαλλήλους, ενώ, παράλληλα, ρυθμίζεται η δράση της Ε.Α.Δ., η οποία είναι επιφορτισμένη με το καθήκον εποπτείας της ορθής εφαρμογής της νομοθεσίας. Επιπλέον, προβλέπονται ευθέως από το νόμο μέτρα στήριξης για τους αναφέροντες. Καθ’ όλη τη διαδικασία, τηρούνται οι αρχές της εμπιστευτικότητας, της εχεμύθειας και του σεβασμού των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.
Σε κάθε περίπτωση, δε θα πρέπει να λησμονείται ότι προϋπόθεση για την προστασία είναι οι αναφέροντες να έχουν βάσιμους λόγους να θεωρούν ότι οι πληροφορίες τις οποίες αναφέρουν είναι αληθείς. Οι κακόβουλες αναφορές είναι αντιδεοντολογικές, εκφεύγουν του προστατευτικού πεδίου του νόμου και δεν προστατεύονται. Περαιτέρω, η νομοθεσία επιφυλάσσει διοικητικές και ποινικές κυρώσεις για τους παραβάτες του νόμου, εντός των οποίων εμπίπτει και η περίπτωση της εν γνώσει υποβολής ψευδούς αναφοράς. Παρά την ακεραιότητα του νεοεισαχθέντος νομοθετικού πλαισίου, ενόψει του γεγονότος ότι εκκρεμούν καίριας σημασίας εξουσιοδοτικές διατάξεις, αναμένεται η πλήρης διαμόρφωση του συστήματος προστασίας για το whistleblowing.
Αθήνα, 16 Νοεμβρίου 2023